- προδοκῇσι
- προδοκέωseem goodpres subj act 3rd sg (epic)προδοκέωseem goodpres subj act 3rd sg (epic)προδοκήplace where one lies in waitfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδοκή — ἡ, Α 1. τόπος όπου ενεδρεύει κανείς ή περιμένει το θήραμα, ενέδρα («δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «προενέδρα». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοκή «ενέδρα, παρατήρηση»] … Dictionary of Greek